φασκομηλιά

φασκομηλιά
φασκομηλιά, η και φασκόμηλο, το
1. ποώδες φυτό αρωματικό, η αλιφασκιά.
2. ρόφημα ζεστό, που γίνεται από το βράσιμο των ξερών φύλλων αυτού του φυτού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φασκομηλία — Λέγεται και αλιφασκιά (σάλβια η φαρμακευτική). Αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό της οικογένειας των λαμπιατών ή χειλανθών (δικοτυλήδονα). Ιθαγενές των ημιορεινών παραμεσόγειων περιοχών, στην Ελλάδα συναντάται κυρίως σε ξερές πετρώδεις τοποθεσίες.… …   Dictionary of Greek

  • φασκομηλιά — Λέγεται και αλιφασκιά (σάλβια η φαρμακευτική). Αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό της οικογένειας των λαμπιατών ή χειλανθών (δικοτυλήδονα). Ιθαγενές των ημιορεινών παραμεσόγειων περιοχών, στην Ελλάδα συναντάται κυρίως σε ξερές πετρώδεις τοποθεσίες.… …   Dictionary of Greek

  • φασκόμηλο — το, Ν 1. βοτ. φασκομηλιά 2. ρόφημα με χωνευτικές και τονωτικές ιδιότητες, με ευχάριστη γεύση και άρωμα, το οποίο παρασκευάζεται από τα φύλλα τής φασκομηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασκομηλία / φασκομηλιά* (βλ. και λ. φάσκο)] …   Dictionary of Greek

  • φάσκο — το / φάσκον, ΝΜΑ νεοελλ. κοινή ονομασία βρύου τών δένδρων αρχ. είδος λειχήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που δηλώνει αφ ενός το φυτό ελελίσφακος, τη φασκομηλιά, και αφ ετέρου ένα είδος λειχήνα, ο οποίος φύεται στις δρυς, δύο φυτά που έχουν ως …   Dictionary of Greek

  • Zacharo — Gemeinde Zacharo Δήμος Ζαχάρως …   Deutsch Wikipedia

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αγριοφασκομηλιά — και φασκομηλιά, η Βοτ. κοινή ονομασία δύο ειδών τού γένους Κίστος* τής οικογένειας των Κιστιδών, τού Cistus paroiflorus και τού C. salvifolius, γνωστότερου ως κουνουκλιά …   Dictionary of Greek

  • αλισφακιά — η 1. κοινή ονομασία τού φυτού Salvia pomifera σε όλη την Ελλάδα. Την ίδια ονομασία έχουν επίσης, τοπικά, διάφορα άλλα είδη Σάλβιας, όπως τα Salvia officinalis, Salvia triloba (φασκομηλιά), S. verticillata και S. calycina. 2. το αφέψημα που… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • πελαργονιδίνη — η χημ. κοινή ονομασία μιας ανθοκυανιδίνης, καστανέρυθρης χρωστικής ύλης, η οποία απαντά με τη μορφή τού χλωριούχου άλατός της στον σταυρό, στην ντάλια, στο πελαργόνιο και στη φασκομηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pelargonidine <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”